-
1 электросварочный
επ.της ηλεκτροκόλλησης•электросварочный аппарат συσκευή ηλεκροκόλλησης.
ουσ. -ая θ. εργαστήριο ηλεκτροκόλλησης. -
2 агрегат
1. тех. η μονάδα, το συγκρότημα (μηχανών)преобразовательный эл. - μετασχηματισμούпусковой ав. - εκκίνησης2. мин. το πρόσμειγμαη σύσταση (του ορυκτού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрегат